μελανονεκυοείμων: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanonekyoeimon
|Transliteration C=melanonekyoeimon
|Beta Code=melanonekuoei/mwn
|Beta Code=melanonekuoei/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[clad in black shroud]], Com. word in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 1336</span> (lyr.).</span>
|Definition=μελανονεκυοείμον, gen. ονος, [[clad in black shroud]], Com. word in Ar.''Ra.'' 1336 (lyr.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:28, 25 August 2023

English (LSJ)

μελανονεκυοείμον, gen. ονος, clad in black shroud, Com. word in Ar.Ra. 1336 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνονεκυοείμων: -ον, γεν. ονος, ὁ φορῶν μαῦρα νεκρικὰ ἱμάτια ἢ σάβανα, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 1336.

Greek Monolingual

μελανονεκυοείμων, -ον (Α)
(κωμ. λ. του Αριστοφ.) αυτός που φορά μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + νεκυο- (< νέκυς, -υος, «πτώμα, νεκρός») + -είμων (< εἶμα «ένδυμα»)].

Greek Monotonic

μελᾰνονεκυοείμων: -ον, γεν. -ονος (εἷμα), αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα νεκρικά ενδύματα (σάβανα), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μελᾰνο-νεκυο-είμων, ονος, εἷμα
clad in black death-clothes, Ar.