τυπογράφος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τῠπογράφος
|Full diacritics=τῠπογρᾰ́φος
|Medium diacritics=τυπογράφος
|Medium diacritics=τυπογράφος
|Low diacritics=τυπογράφος
|Low diacritics=τυπογράφος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=typografos
|Transliteration C=typografos
|Beta Code=tupogra/fos
|Beta Code=tupogra/fos
|Definition=[ᾰ], ὁ, or τῠπ-ον, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[certified copy]], <b class="b3">-γράφου γαμικοῦ</b> [[copy of]] marriage [[lines]], Jahresh.18 <span class="title">Beibl.</span>287 (Ephesus, i B. C.).</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ, or τυπογράφον, τό, [[certified copy]], <b class="b3">-γράφου γαμικοῦ</b> [[copy of]] marriage [[lines]], Jahresh.18 ''Beibl.''287 (Ephesus, i B. C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τυπογράφος]], ΝΑ, και [[τυπογράφος]], η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] ή [[επαγγελματίας]] που ασχολείται με την [[τυπογραφία]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[στοιχειοθέτης]]<br />(| <b>αρχ.</b> (το αρσ. και το ουδ.) [[αντίγραφο]] πιστοποιητικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
|mltxt=ο / [[τυπογράφος]], ΝΑ, και [[τυπογράφος]], η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] ή [[επαγγελματίας]] που ασχολείται με την [[τυπογραφία]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[στοιχειοθέτης]]<br />(| <b>αρχ.</b> (το αρσ. και το ουδ.) [[αντίγραφο]] πιστοποιητικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 29 March 2024

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, or τυπογράφον, τό, certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).

Greek Monolingual

ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α
νεοελλ.
1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία
2. (ειδικά) στοιχειοθέτης
(