επαγγελματίας
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
ο επάγγελμα
αυτός που ασκεί ένα επάγγελμα για βιοπορισμό και, σε στενότερη έννοια, αυτός που ασκεί επάγγελμα το οποίο υπάγεται στην αρμοδιότητα του επαγγελματικού επιμελητηρίου.