τυπογραφία
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Greek Monolingual
η, Ν
1. το έργο ή το επάγγελμα του τυπογράφου, η τέχνη της στοιχειοθεσίας και της εκτύπωσης κειμένων ή εικόνων («την τέχνη της τυπογραφίας επινόησε ο Γουτεμβέργιος»)
2. συνεκδ. α) το σύνολο τών μεθόδων και τών τεχνικών μέσων που χρησιμοποιούνται στην τέχνη αυτή («η ανάπτυξη της τυπογραφίας»)
β) ο αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. typographie (< τύπος + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1598 στον Αντ. Αρκούδιο].