ἀρτίθηρος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=artithiros
|Transliteration C=artithiros
|Beta Code=a)rti/qhros
|Beta Code=a)rti/qhros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[newly caught]], Damocr. ap. Gal.14.93.</span>
|Definition=ἀρτίθηρον, [[newly caught]], Damocr. ap. Gal.14.93.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[recién capturado]] ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτίθηρος''': -ον, ὁ ἄρτι θηρευθείς, συλληφθείς, ἀρτιθήρους ἐχίδνας Δημόκρ. παρὰ Γαλην. π. Ἀντιδ. 1. 15, σ. 893C.
|lstext='''ἀρτίθηρος''': -ον, ὁ ἄρτι θηρευθείς, συλληφθείς, ἀρτιθήρους ἐχίδνας Δημόκρ. παρὰ Γαλην. π. Ἀντιδ. 1. 15, σ. 893C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[recién capturado]] ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θηρεύθηκε ή [[απλώς]] πιάστηκε [[πριν]] λίγο.
|mltxt=[[ἀρτίθηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θηρεύθηκε ή [[απλώς]] πιάστηκε [[πριν]] λίγο.
}}
}}

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίθηρος Medium diacritics: ἀρτίθηρος Low diacritics: αρτίθηρος Capitals: ΑΡΤΙΘΗΡΟΣ
Transliteration A: artíthēros Transliteration B: artithēros Transliteration C: artithiros Beta Code: a)rti/qhros

English (LSJ)

ἀρτίθηρον, newly caught, Damocr. ap. Gal.14.93.

Spanish (DGE)

-ον recién capturado ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίθηρος: -ον, ὁ ἄρτι θηρευθείς, συλληφθείς, ἀρτιθήρους ἐχίδνας Δημόκρ. παρὰ Γαλην. π. Ἀντιδ. 1. 15, σ. 893C.

Greek Monolingual

ἀρτίθηρος, -ον (Α)
αυτός που θηρεύθηκε ή απλώς πιάστηκε πριν λίγο.