ἔνλιθος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enlithos | |Transliteration C=enlithos | ||
|Beta Code=e)/nliqos | |Beta Code=e)/nliqos | ||
|Definition= | |Definition=ἔνλιθον, [[adorned with jewels]], μασχαλιστήρ ''CPR''22.5 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔνλιθος]], -ον (Α) [[λίθος]]<br />(για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ [[ἔνλιθος]]», πάπ.). | |mltxt=[[ἔνλιθος]], -ον (Α) [[λίθος]]<br />(για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ [[ἔνλιθος]]», πάπ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἔνλιθον, adorned with jewels, μασχαλιστήρ CPR22.5 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ἔνλιθος, -ον (Α) λίθος
(για κοσμήματα) διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («μασχαλιστὴρ ἔνλιθος», πάπ.).