ἀντισπαστικός: Difference between revisions
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antispastikos | |Transliteration C=antispastikos | ||
|Beta Code=a)ntispastiko/s | |Beta Code=a)ntispastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀντισπαστική, ἀντισπαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to draw back]], [[retractile]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''638a31.<br><span class="bld">II</span> [[revulsive]], βοηθήματα Gal. 17(1).907. Adv. [[ἀντισπαστικῶς]] = [[with revulsion]] Id.11.305.<br><span class="bld">III</span> in Metric, [[antispastic]], Heph.10,al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> cien.<br /><b class="num">1</b> [[retráctil]] οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικήν Arist.<i>HA</i> 638<sup>a</sup>31.<br /><b class="num">2</b> [[revulsivo]] βοηθήματα Gal.17(1).907.<br /><b class="num">II</b> métr.<br /><b class="num">1</b> [[antispástico]] Heph.10, Mar.Vict.p.87, Diom.1.505.13, Seru.4.463.17, Priscian.<i>Inst</i>.3.459.10.<br /><b class="num">2</b> [[endecasílabo sáfico]] Mar.Vict. p.172.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀντισπαστικῶς]] = [[espasmódicamente]] Gal.11.305. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>ab- und auf etwas anderes [[hinziehend]]</i>, [[βοήθημα]] Galen.; [[μέτρον]], <i>[[antispastisch]]</i>, Gramm. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντισπαστικός:''' <br /><b class="num">I</b> [[сокращающийся]], [[сжимающийся]] ([[ὑστέρα]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (''[[sc.]]'' [[πούς]]) = [[ἀντίσπαστος]] | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντισπαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν [[βοήθημα]], τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι [[βοήθημα]]. Γαλην.· [[οὐκέτι]] τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν [[μέτρον]] Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1. | |lstext='''ἀντισπαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν [[βοήθημα]], τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι [[βοήθημα]]. Γαλην.· [[οὐκέτι]] τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν [[μέτρον]] Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντισπαστικός]], ή, -όν)<br /><b>(Μετρ.)</b> αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να αναχαιτίζει. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντισπαστικός]], ή, -όν)<br /><b>(Μετρ.)</b> αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να αναχαιτίζει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
ἀντισπαστική, ἀντισπαστικόν,
A able to draw back, retractile, Arist.HA638a31.
II revulsive, βοηθήματα Gal. 17(1).907. Adv. ἀντισπαστικῶς = with revulsion Id.11.305.
III in Metric, antispastic, Heph.10,al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I cien.
1 retráctil οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικήν Arist.HA 638a31.
2 revulsivo βοηθήματα Gal.17(1).907.
II métr.
1 antispástico Heph.10, Mar.Vict.p.87, Diom.1.505.13, Seru.4.463.17, Priscian.Inst.3.459.10.
2 endecasílabo sáfico Mar.Vict. p.172.
III adv. ἀντισπαστικῶς = espasmódicamente Gal.11.305.
German (Pape)
ab- und auf etwas anderes hinziehend, βοήθημα Galen.; μέτρον, antispastisch, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἀντισπαστικός:
I сокращающийся, сжимающийся (ὑστέρα Arst.).
II ὁ (sc. πούς) = ἀντίσπαστος
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισπαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν βοήθημα, τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι βοήθημα. Γαλην.· οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν μέτρον Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντισπαστικός, ή, -όν)
(Μετρ.) αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους
αρχ.
ο ικανός να αναχαιτίζει.