διαβλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diavlitikos | |Transliteration C=diavlitikos | ||
|Beta Code=diablhtiko/s | |Beta Code=diablhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=διαβλητική, διαβλητικόν, = [[διαβολικός]], Poll.5.118: [[διαβλητική]], ἡ, [[art of calumny]], Phld.''Vit.''p.42J. Adv. [[διαβλητικῶς]] Poll. [[l.c.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[calumnioso]], <i>Epist.Char</i>.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ δ. [[el arte de la calumnia]] Aristo Phil.14.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[calumniosamente]] Poll.5.118. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβλητικός''': -ή, -όν, = [[διαβολικός]], Πολυδ. Ε', 118, 127. | |lstext='''διαβλητικός''': -ή, -όν, = [[διαβολικός]], Πολυδ. Ε', 118, 127. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβλητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που διαβάλλει, ο [[συκοφαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός μέσω του οποίου γίνεται η [[διαβολή]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβλητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που διαβάλλει, ο [[συκοφαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός μέσω του οποίου γίνεται η [[διαβολή]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[verleumderisch]]</i>, Poll. 5.118. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
διαβλητική, διαβλητικόν, = διαβολικός, Poll.5.118: διαβλητική, ἡ, art of calumny, Phld.Vit.p.42J. Adv. διαβλητικῶς Poll. l.c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1calumnioso, Epist.Char.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.
2 subst. ἡ δ. el arte de la calumnia Aristo Phil.14.9.
II adv. -ῶς calumniosamente Poll.5.118.
Greek (Liddell-Scott)
διαβλητικός: -ή, -όν, = διαβολικός, Πολυδ. Ε', 118, 127.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβλητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός
2. αυτός μέσω του οποίου γίνεται η διαβολή.
German (Pape)
ή, όν, verleumderisch, Poll. 5.118.