καταπαλτός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapaltos
|Transliteration C=katapaltos
|Beta Code=katapalto/s
|Beta Code=katapalto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hurled down]], <b class="b3">ἐξ αἰθέρος ὕδωρ</b> A.ap.Aristid.<span class="title">Or.</span> 36(48).53.</span>
|Definition=καταπαλτή, καταπαλτόν, [[hurled down]], <b class="b3">ἐξ αἰθέρος ὕδωρ</b> A.ap.Aristid.''Or.'' 36(48).53.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπαλτός]], -ή, -όν (Α) [[καταπάλλομαι]]<br />αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.
|mltxt=[[καταπαλτός]], -ή, -όν (Α) [[καταπάλλομαι]]<br />αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαλτός Medium diacritics: καταπαλτός Low diacritics: καταπαλτός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: katapaltós Transliteration B: katapaltos Transliteration C: katapaltos Beta Code: katapalto/s

English (LSJ)

καταπαλτή, καταπαλτόν, hurled down, ἐξ αἰθέρος ὕδωρ A.ap.Aristid.Or. 36(48).53.

Greek Monolingual

καταπαλτός, -ή, -όν (Α) καταπάλλομαι
αυτός που εκτινάχθηκε, που εκσφενδονίστηκε με καταπέλτη.