πρόσουρος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosouros
|Transliteration C=prosouros
|Beta Code=pro/souros
|Beta Code=pro/souros
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[πρόσορος]].</span>
|Definition=Ion. for [[πρόσορος]]: [[Herodotus|Hdt.]] (v. infr.), once in S., Ph.691:—[[adjoining]], [[bordering on]], Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ [[Herodotus|Hdt.]]2.18, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (''[[sc.]]'' τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in Att. form, τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. [[l.c.]], ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον should be read.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = [[πρόσορος]] erklärt. – 2) ion. = [[πρόσορος]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = [[πρόσορος]] erklärt. – 2) ion. = [[πρόσορος]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''πρόσουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ [[πρόσορος]] (πρβλ. [[προσόμουρος]]), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 ([[ἔνθα]] ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], [[ἔνθα]] οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν [[ἑαυτοῦ]], δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω [[μόνος]] ἑαυτῷ [[γείτων]] καὶ [[ὅμορος]]· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe [[διόρθωσις]] (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, [[ἔνθα]] ἦτο [[κατάμονος]] μὴ ἔχων γειτονικὸν [[βάδισμα]], δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται [[ἀρκούντως]] [[ἐπιτυχής]], ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[πρόσορος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>ion. c.</i> [[πρόσορος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσουρος:''' ион. = [[πρόσορος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόσουρος:''' -ον, Ιων. αντί [[πρόσορος]], εφαπτόμενος, [[γειτονικός]], <i>τῇ Ἀραβίῃ</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>τὰ πρόσορα</i>, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], όπου δεν είχε κανένα γείτονα [[παρά]] μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην [[απομόνωση]].
|lsmtext='''πρόσουρος:''' -ον, Ιων. αντί [[πρόσορος]], εφαπτόμενος, [[γειτονικός]], <i>τῇ Ἀραβίῃ</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>τὰ πρόσορα</i>, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], όπου δεν είχε κανένα γείτονα [[παρά]] μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην [[απομόνωση]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσουρος:''' ион. = [[πρόσορος]].
|lstext='''πρόσουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ [[πρόσορος]] (πρβλ. [[προσόμουρος]]), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 ([[ἔνθα]] ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]], [[ἔνθα]] οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν [[ἑαυτοῦ]], δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω [[μόνος]] ἑαυτῷ [[γείτων]] καὶ [[ὅμορος]]· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe [[διόρθωσις]] (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, [[ἔνθα]] ἦτο [[κατάμονος]] μὴ ἔχων γειτονικὸν [[βάδισμα]], δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται [[ἀρκούντως]] [[ἐπιτυχής]], ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρόσ-ουρος, ον, [ionic for [[πρόσορος]]<br />[[adjoining]], [[bordering]] on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the [[neighbouring]] parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]] [[where]] he had no [[neighbour]] but [[himself]], i. e. lived in [[solitude]], Soph.
|mdlsjtxt=πρόσ-ουρος, ον, [ionic for [[πρόσορος]]<br />[[adjoining]], [[bordering]] on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the [[neighbouring]] parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν [[πρόσουρος]] [[where]] he had no [[neighbour]] but [[himself]], i. e. lived in [[solitude]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

English (LSJ)

Ion. for πρόσορος: Hdt. (v. infr.), once in S., Ph.691:—adjoining, bordering on, Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ Hdt.2.18, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (sc. τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in Att. form, τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. l.c., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον should be read.

German (Pape)

[Seite 775] 1) von günstigem Winde getrieben, Soph. Phil. 686, ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, nach dem Schol. u. andern Erkl. richtiger = πρόσορος erklärt. – 2) ion. = πρόσορος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. c. πρόσορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσουρος -ον Ion. voor πρόσορος.

Russian (Dvoretsky)

πρόσουρος: ион. = πρόσορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
ιων. τ. βλ. πρόσορος.

Greek Monotonic

πρόσουρος: -ον, Ιων. αντί πρόσορος, εφαπτόμενος, γειτονικός, τῇ Ἀραβίῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., τὰ πρόσορα, τα γειτονικά μέρη, σε Ξεν.· σε Σοφ., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος, όπου δεν είχε κανένα γείτονα παρά μόνο τον εαυτό του, δηλ. ζούσε στην απομόνωση.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσουρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ πρόσορος (πρβλ. προσόμουρος), ὁ γειτνιάζων, συνορεύων γειτονικός, Αἰγύπτου τὰ πρ. Λιβύῃ Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 3. 97, 102· τῇ Ἀραβίῃ, πρ. ἐούσῃ (δηλ. τῇ Αἰγύπτῳ) ὁ αὐτ. 2. 12· οὕτω παρὰ Ξενοφ. ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ, τὰ πρόσορα Κύρ. 6. 1, 17, πρβλ. Δίωνα Κ. 36. 36, Πολυδ. Α΄, 177, κτλ. ΙΙ. παρὰ Σοφ. ἐν Φιλ. 691 (ἔνθα ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει, πρβλ. ἄπουρος, ὅμουρος)· ἵν’ αὐτὸς ἦν πρόσουρος, ἔνθα οὐδένα εἶχε γείτονα πλὴν ἑαυτοῦ, δηλ. ἔζη ἐν ἄκρᾳ ἐρημίᾳ· πρβλ. Λουκ. Τίμ. 43 εὐωχείτω μόνος ἑαυτῷ γείτων καὶ ὅμορος· ἀλλ’ ἡ τοῦ Bothe διόρθωσις (ἵν’ αὐτὸς ἦν, πρόσουρον οὐκ ἔχων βάσιν, ἔνθα ἦτο κατάμονος μὴ ἔχων γειτονικὸν βάδισμα, δηλ. μὴ ἔχων γείτονα) φαίνεται ἀρκούντως ἐπιτυχής, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πρόσ-ουρος, ον, [ionic for πρόσορος
adjoining, bordering on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the neighbouring parts, Xen.:—in Soph., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος where he had no neighbour but himself, i. e. lived in solitude, Soph.