πρόσορος
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
πρόσορος, πρόσορον, Ion. πρόσουρος Hdt. (v. infr.), once in S., Ph.691:—adjoining, bordering on, Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ Hdt.2.18, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (sc. τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in Att. form, τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. l.c., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον should be read.
German (Pape)
[Seite 775] ion. πρόσουρος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 2, 12. 18. 3, 97. 102. 5, 49; auch Soph. Phil. 686 hat die ion. Form πρόσουρος; Xen. Cyr. 6, 1, 17 u. A.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 limitrophe de, τινι;
2 confiné dans la solitude, solitaire.
Étymologie: πρός, ὅρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσορος -ον, Ion. πρόσουρος [πρός, ὅρος] grenzend aan, met dat.; subst. τὰ πρόσορα grensgebied.
Russian (Dvoretsky)
πρόσορος: ион. πρόσουρος 2
1 сопредельный, пограничный (τῇ Ἀραβίῃ Her.; τὰ πρόσορα ὑμῖν τῆς Ἀσσυρίας Xen.);
2 живущий в одиночестве, одинокий Soph.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσορος: -ον, ἴδε πρόσουρος.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πρόσουρος, -ον, Α
αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ορος / -ουρος (< ὅρος / οὖρος «όριο, σύνορο»), πρβλ. όμορος].
Greek Monotonic
πρόσορος: βλ. πρόσ-ουρος.