τίλος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tilos
|Transliteration C=tilos
|Beta Code=ti/los
|Beta Code=ti/los
|Definition=ὁ, (τίλλω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[anything plucked]]: <b class="b3">οἱ τίλοι</b> [[the fine hair of the eyebrows]], <span class="bibl">Poll.2.50</span>; also <b class="b3">τιλ[λ]ά· πτερά</b>, Hsch.</span>
|Definition=ὁ, ([[τίλλω]]) [[anything plucked]]: <b class="b3">οἱ τίλοι</b> [[the fine hair of the eyebrows]], Poll.2.50; also <b class="b3">τιλ[λ]ά· πτερά</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο / τῑλος, ΝΑ<br />[[τίλημα]], [[τσίρλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τῖλος]], συνδέεται με τ. της Ινδοευρωπαϊκής που εμφανίζουν όμως [[διαφορά]] στο [[επίθημα]]: αρμ. <i>t</i> ' <i>rik</i>' «[[κόπρος]]», αγγλοσαξ. <i>pĩnan</i> «υγραίνομαι», αρχ. σλαβ. <i>ti</i>-<i>na</i> «[[λάσπη]]», αρχ. σλαβ. <i>timeno</i> «[[έλος]], [[τέλμα]]». Η λ. συνδέεται πιθ. και με τη λ. <i>τῖ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με την [[οικογένεια]] του ρ. [[τήκω]] «[[λειώνω]]» προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο / τῖλος, ΝΑ<br />[[τίλημα]], [[τσίρλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τῖλος]], συνδέεται με τ. της Ινδοευρωπαϊκής που εμφανίζουν όμως [[διαφορά]] στο [[επίθημα]]: αρμ. <i>t</i> ' <i>rik</i>' «[[κόπρος]]», αγγλοσαξ. <i>pĩnan</i> «υγραίνομαι», αρχ. σλαβ. <i>ti</i>-<i>na</i> «[[λάσπη]]», αρχ. σλαβ. <i>timeno</i> «[[έλος]], [[τέλμα]]». Η λ. συνδέεται πιθ. και με τη λ. <i>τῖ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. με την [[οικογένεια]] του ρ. [[τήκω]] «[[λειώνω]]» προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες].
}}
}}

Latest revision as of 14:52, 6 February 2024

English (LSJ)

ὁ, (τίλλω) anything plucked: οἱ τίλοι the fine hair of the eyebrows, Poll.2.50; also τιλ[λ]ά· πτερά, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1114] ὁ, alles klein Gerupfte, Flocken, Fasern; bes. heißen die kleinen seinen Haare der Augenbrauen τίλοι, auch τὰ τίλα, Poll. 2, 50.

Greek Monolingual

(II)
ο / τῖλος, ΝΑ
τίλημα, τσίρλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τῖλος, συνδέεται με τ. της Ινδοευρωπαϊκής που εμφανίζουν όμως διαφορά στο επίθημα: αρμ. t ' rik' «κόπρος», αγγλοσαξ. pĩnan «υγραίνομαι», αρχ. σλαβ. ti-na «λάσπη», αρχ. σλαβ. timeno «έλος, τέλμα». Η λ. συνδέεται πιθ. και με τη λ. τῖ-φ-ος. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με την οικογένεια του ρ. τήκω «λειώνω» προσκρούει τόσο σε μορφολογικές όσο και σε σημασιολογικές δυσχέρειες].