ἀκέντριστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akentristos
|Transliteration C=akentristos
|Beta Code=a)ke/ntristos
|Beta Code=a)ke/ntristos
|Definition=ον, = foreg. ''1'', Hsch., <span class="title">EM</span>432.11. <b class="b3">-ρος, ον</b>, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[stingless]], κηφῆνες <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>552c</span>, <span class="bibl">564b</span>; [[without spur]], of a cock, Clyt.''1''; [[without thorns]], βάτος <span class="bibl">Ph.2.91</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[not responding to the spur]], of horses, <span class="title">Hippiatr.</span>105: metaph., of style, [[pointless]], Longin.21.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[not occupying a cardinal point]], <span class="bibl">Man. 5.108</span>, Vett. Val.<span class="bibl">89.30</span>.</span>
|Definition=ἀκέντριστον, = [[ἀκέντητος]] ([[needing no goad]], [[needing no spur]], [[unpricked]], [[flawless]]) 1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], ''EM'' 432.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκέντριστος''': -ον, = [[ἀκέντητος]], Σουΐδ.
|lstext='''ἀκέντριστος''': -ον, = [[ἀκέντητος]], Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no aguijado]], [[no domeñado]] Hsch.η 295, <i>EM</i> 432.11G.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέντριστος]], -ον) [[κεντρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] κεντρωμένος, ο [[αμπόλιαστος]] (αποδίδεται σε δέντρα)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, [[τρύπημα]] με αιχμηρό όργανο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέντριστος]], -ον) [[κεντρίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] κεντρωμένος, ο [[αμπόλιαστος]] (αποδίδεται σε δέντρα)<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, [[τρύπημα]] με αιχμηρό όργανο<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκέντριστος Medium diacritics: ἀκέντριστος Low diacritics: ακέντριστος Capitals: ΑΚΕΝΤΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akéntristos Transliteration B: akentristos Transliteration C: akentristos Beta Code: a)ke/ntristos

English (LSJ)

ἀκέντριστον, = ἀκέντητος (needing no goad, needing no spur, unpricked, flawless) 1, Hsch., EM 432.11.

Spanish (DGE)

-ον
no aguijado, no domeñado Hsch.η 295, EM 432.11G.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέντριστος: -ον, = ἀκέντητος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέντριστος, -ον) κεντρίζω
1. αυτός που δεν είναι κεντρωμένος, ο αμπόλιαστος (αποδίδεται σε δέντρα)
2. όποιος δεν έχει δεχτεί κέντρισμα, τρύπημα με αιχμηρό όργανο
3. εκείνος που δεν έχει εξαγριωθεί, δεν έχει ερεθιστεί.