γιγγλυμόομαι: Difference between revisions
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gigglymoomai | |Transliteration C=gigglymoomai | ||
|Beta Code=gigglumo/omai | |Beta Code=gigglumo/omai | ||
|Definition= | |Definition=to [[be hinge-jointed]], γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.''Art.''45. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=medic. [[encajarse como un gozne]] γεγιγγλύμωνται πρὸς [[ἀλλήλους]] οἱ σπόνδυλοι Hp.<i>Art</i>.45, cf. Gal.18(1).532. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γιγγλῠμόομαι''': συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. | |lstext='''γιγγλῠμόομαι''': συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γιγγλυμόομαι]] [[γίγγλυμος]] gescharnierd zijn :. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45. | |elnltext=[[γιγγλυμόομαι]] [[γίγγλυμος]] gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.
Spanish (DGE)
medic. encajarse como un gozne γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).532.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γιγγλυμόομαι γίγγλυμος gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.