Κυβεληγενής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Κυβεληγενής | |||
|Medium diacritics=Κυβεληγενής | |||
|Low diacritics=Κυβεληγενής | |||
|Capitals=ΚΥΒΕΛΗΓΕΝΗΣ | |||
|Transliteration A=Kybelēgenḗs | |||
|Transliteration B=Kybelēgenēs | |||
|Transliteration C=Kyveligenis | |||
|Beta Code=*kubelhgenh/s | |||
|Definition=v. [[Κυβέλη]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κυβεληγενής]], -ές (Α)<br />(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κύβελον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), πρβλ. <i>Λυκη</i>-<i>γενής</i>, <i>Πυλη</i>-<i>γενής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] άλλα σύνθ. (πρβλ. <i>γαιη</i>-<i>γενής</i>)]. | |mltxt=[[Κυβεληγενής]], -ές (Α)<br />(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κύβελον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), πρβλ. <i>Λυκη</i>-<i>γενής</i>, <i>Πυλη</i>-<i>γενής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] άλλα σύνθ. (πρβλ. <i>γαιη</i>-<i>γενής</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 31 January 2021
English (LSJ)
v. Κυβέλη.
Greek Monolingual
Κυβεληγενής, -ές (Α)
(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύβελον + -γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη-γενής, Πυλη-γενής. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής)].