αγγειώδης: Difference between revisions

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀγγειώδης]]) [[ἀγγεῑο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[αγγείο]], [[κοίλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ραγοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>vascular bundle</i>].
|mltxt=-ες (Α [[ἀγγειώδης]]) [[ἀγγεῖο]]<br />αυτός που μοιάζει με [[αγγείο]], [[κοίλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ραγοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. [[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>vascular bundle</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ες (Α ἀγγειώδης) ἀγγεῖο
αυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλος
νεοελλ.
ο ραγοειδής χιτώνας του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle].