ζυγίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zygis
|Transliteration C=zygis
|Beta Code=zugi/s
|Beta Code=zugi/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἕρπυλλος]], Dsc. 3.38, Philin. ap. <span class="bibl">Ath.15.681f</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, = [[ἕρπυλλος]], Dsc. 3.38, Philin. ap. Ath.15.681f.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ζυγίς]], -[[ίδος]]) [[ζυγόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[θύμος]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ζυγίδες</i><br />ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην [[πρώρα]] όσο και στην [[πρύμνη]] του ιστού, για να υποστηρίζουν το [[θωράκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] άγριου θύμου, [[έρπυλλος]].
|mltxt=η (Α [[ζυγίς]], -ίδος) [[ζυγόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του φυτού [[θύμος]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ζυγίδες</i><br />ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην [[πρώρα]] όσο και στην [[πρύμνη]] του ιστού, για να υποστηρίζουν το [[θωράκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] άγριου θύμου, [[έρπυλλος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:08, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγίς Medium diacritics: ζυγίς Low diacritics: ζυγίς Capitals: ΖΥΓΙΣ
Transliteration A: zygís Transliteration B: zygis Transliteration C: zygis Beta Code: zugi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἕρπυλλος, Dsc. 3.38, Philin. ap. Ath.15.681f.

German (Pape)

[Seite 1140] ίδος, ἡ, serpyllium silvestre, Ath. XV, 681 f; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ζυγίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀγρίου θύμου, ἕρπυλλος, serpyllum silvestre, Διοσκ. 3. 46, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 681F.

Greek Monolingual

η (Α ζυγίς, -ίδος) ζυγόν
νεοελλ.
1. είδος του φυτού θύμος
2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες
ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη του ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο
αρχ.
είδος άγριου θύμου, έρπυλλος.