θεϊκός: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theikos
|Transliteration C=theikos
|Beta Code=qei+ko/s
|Beta Code=qei+ko/s
|Definition=ή, όν, late form for [[θεῖος]] (A), <span class="sense"><span class="bld">A</span> θρησκεία <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>1.116; σοφία <span class="title">MAMA</span>1.228 (Laodicea Combusta).</span>
|Definition=θεϊκή, θεϊκόν, late form for [[θεῖος]] (A), θρησκεία ''Cat.Cod.Astr.''1.116; σοφία ''MAMA''1.228 (Laodicea Combusta).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

English (LSJ)

θεϊκή, θεϊκόν, late form for θεῖος (A), θρησκεία Cat.Cod.Astr.1.116; σοφία MAMA1.228 (Laodicea Combusta).

German (Pape)

[Seite 1191] göttlich, Sp., wie Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

θεϊκός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ θεῖος, Κλήμ. Ἀλ. 116, Συλλ. Ἐπιγρ. 8714. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θεϊκός, -ή, -όν) θεός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή προέρχεται από τον θεό, θείος («θεϊκή οργή»)
νεοελλ.
θεσπέσιος, υπέροχος, εξαίρετος.
επίρρ...
θεϊκώς και -ά (Α θεϊκῶς)
με θεϊκό τρόπο, υπέροχα, θεσπέσια
νεοελλ.
(ειδ. για τρόπο διανομής) άνισα, ανώμαλα.