μεταδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metadechomai
|Transliteration C=metadechomai
|Beta Code=metade/xomai
|Beta Code=metade/xomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be participated in]], ὑπὸ οὐσίας <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span> 851</span> S. (dub. l.).</span>
|Definition=Pass., to [[be participated in]], ὑπὸ οὐσίας Procl.''in Prm.'' 851 S. (dub. l.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] [[μετὰ]] [[ταῦτα]], Ἐκκλ.
|lstext='''μεταδέχομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] μετὰ [[ταῦτα]], Ἐκκλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ματαδέχομαι (ΑM [[μεταδέχομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ νέου<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] αργότερα, ύστερα.
|mltxt=και ματαδέχομαι (ΑM [[μεταδέχομαι]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] εκ νέου<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέχομαι]] κάποιον ή [[κάτι]] αργότερα, ύστερα.
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδέχομαι Medium diacritics: μεταδέχομαι Low diacritics: μεταδέχομαι Capitals: ΜΕΤΑΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: metadéchomai Transliteration B: metadechomai Transliteration C: metadechomai Beta Code: metade/xomai

English (LSJ)

Pass., to be participated in, ὑπὸ οὐσίας Procl.in Prm. 851 S. (dub. l.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδέχομαι: ἀποθ., δέχομαι μετὰ ταῦτα, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

και ματαδέχομαι (ΑM μεταδέχομαι)
νεοελλ.-μσν.
δέχομαι κάποιον ή κάτι εκ νέου
αρχ.
δέχομαι κάποιον ή κάτι αργότερα, ύστερα.