μονόλινον: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monolinon | |Transliteration C=monolinon | ||
|Beta Code=mono/linon | |Beta Code=mono/linon | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[necklace of a single string of pearls]], Capitolin.Vit. Maximini Jun.1.8. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόλινον''': ἐπίθ. περιδεραίου μαργαριτῶν ἐξ ἑνὸς λίνου ἢ μιᾶς κλωστῆς, [[ἤτοι]] λαιμοῦ, ὡς λέγομεν κοινῶς, Capitol. in. Max. jun. c. I. (ἐκ διορ. τοῦ Κασωβόνου) ἀντὶ monolium. ― Πρβλ. τὸ ἐν τοῖς λεξικοῖς τρίλινον. | |lstext='''μονόλινον''': ἐπίθ. περιδεραίου μαργαριτῶν ἐξ ἑνὸς λίνου ἢ μιᾶς κλωστῆς, [[ἤτοι]] λαιμοῦ, ὡς λέγομεν κοινῶς, Capitol. in. Max. jun. c. I. (ἐκ διορ. τοῦ Κασωβόνου) ἀντὶ monolium. ― Πρβλ. τὸ ἐν τοῖς λεξικοῖς τρίλινον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:43, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, necklace of a single string of pearls, Capitolin.Vit. Maximini Jun.1.8.
Greek (Liddell-Scott)
μονόλινον: ἐπίθ. περιδεραίου μαργαριτῶν ἐξ ἑνὸς λίνου ἢ μιᾶς κλωστῆς, ἤτοι λαιμοῦ, ὡς λέγομεν κοινῶς, Capitol. in. Max. jun. c. I. (ἐκ διορ. τοῦ Κασωβόνου) ἀντὶ monolium. ― Πρβλ. τὸ ἐν τοῖς λεξικοῖς τρίλινον.