μονόλινον
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
τό, necklace of a single string of pearls, Capitolin.Vit. Maximini Jun.1.8.
Greek (Liddell-Scott)
μονόλινον: ἐπίθ. περιδεραίου μαργαριτῶν ἐξ ἑνὸς λίνου ἢ μιᾶς κλωστῆς, ἤτοι λαιμοῦ, ὡς λέγομεν κοινῶς, Capitol. in. Max. jun. c. I. (ἐκ διορ. τοῦ Κασωβόνου) ἀντὶ monolium. ― Πρβλ. τὸ ἐν τοῖς λεξικοῖς τρίλινον.