νυγματικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nygmatikos | |Transliteration C=nygmatikos | ||
|Beta Code=nugmatiko/s | |Beta Code=nugmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=νυγματική, νυγματικόν, [[suitable for]] νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυγματικός]], -ή, -όν (Α) [[νύγμα]]<br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων. | |mltxt=[[νυγματικός]], -ή, -όν (Α) [[νύγμα]]<br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:35, 25 August 2023
English (LSJ)
νυγματική, νυγματικόν, suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.
Greek Monolingual
νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.