συνθοινάτωρ: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synthoinator
|Transliteration C=synthoinator
|Beta Code=sunqoina/twr
|Beta Code=sunqoina/twr
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ορος, ὁ</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[partaker in a feast]], <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>638</span>.</span>
|Definition=[ᾱ], ορος, ὁ, [[partaker in a feast]], E.''El.''638.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνθοινάτωρ''': [], -ορος, ὁ, [[μέτοχος]] ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων [[μέρος]] εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.
|btext=ορος (ὁ) :<br />[[compagnon de table]], [[convive]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θοινάτωρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θοινάτωρ, -ορος, ὁ &#91;[[σύν]], [[θοίνη]]] mede-deelnemer aan een feestmaal, feestdisgenoot.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], ορος, ὁ, <i>der [[Mitschmausende]]</i>, Eur. <i>El</i>. 638.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ορος (ὁ) :<br />compagnon de table, convive.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θοινάτωρ]].
|elrutext='''συνθοινάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ [[соучастник пиршества]], [[сотрапезник]] Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''συνθοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[συμπόσιο]], [[συνδαιτυμόνας]], [[συμποσιαστής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συνθοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[συμπόσιο]], [[συνδαιτυμόνας]], [[συμποσιαστής]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνθοινάτωρ:''' ορος () ὁ соучастник пиршества, сотрапезник Eur.
|lstext='''συνθοινάτωρ''': [], -ορος, ὁ, [[μέτοχος]] ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων [[μέρος]] εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θοινάτωρ, -ορος, ὁ [σύν, θοίνη] mede-deelnemer aan een feestmaal, feestdisgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, partaker in a feast, E.El.638.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
compagnon de table, convive.
Étymologie: σύν, θοινάτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θοινάτωρ, -ορος, ὁ [σύν, θοίνη] mede-deelnemer aan een feestmaal, feestdisgenoot.

German (Pape)

[ᾱ], ορος, ὁ, der Mitschmausende, Eur. El. 638.

Russian (Dvoretsky)

συνθοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ соучастник пиршества, сотрапезник Eur.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)].

Greek Monotonic

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει μέρος σε συμπόσιο, συνδαιτυμόνας, συμποσιαστής, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, μέτοχος ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων μέρος εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.

Middle Liddell

συν-θοινάτωρ, [ᾱ], ορος, ὁ,
a partaker in a feast, Eur.

English (Woodhouse)

guest at a feast