сотрапезник
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Russian > Greek
σύσσιτος, συμπότης, ὁμόσιτος, σύσκηνος, ὁμέψιος, παράσιτος, δειπνητής, συντράπεζος, συνθοινάτωρ, δαιταλεύς, εἰλαπιναστής, συνδαίτωρ, δαιτυμών, σύνδειπνος