τινακτοπήληξ: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tinaktopiliks
|Transliteration C=tinaktopiliks
|Beta Code=tinaktoph/lhc
|Beta Code=tinaktoph/lhc
|Definition=ηκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[shaking the helmet]] or [[crest]], Hsch.</span>
|Definition=ηκος, ὁ, ἡ, [[shaking the helmet]] or [[crest]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ, shaking the helmet or crest, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1117] ηκος, den Helm oder den Helmbusch schüttelnd, Hesych. erkl. σεισόλοφος.

Greek (Liddell-Scott)

τῐνακτοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ τὸν πήληκα τινάσσων, ὁ σείων τὸν τῆς περικεφαλαίας λόφον, «σεισολόφος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ηκος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σείει το λοφίο της περικεφαλαίας του, σεισόλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω (πρβλ. τινάκτρια, τινάκτωρ) + πήληξ, -ηκος «περικεφαλαία»].