τινάκτρια

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, = τινάκτειρα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τῐνάκτρια: ἡ, = τινάκτειρα, δωμάτων τινάκτρια Κ. Μανασσ. Χρον. 3553· χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας Φιλῆς π. Ζῴων 73, 10, σ. 268.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
1. τινάκτειρα
2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα -τρια (πρβλ. διώκτρια)].