τινάκτρια
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
German (Pape)
[Seite 1117] ἡ, = τινάκτειρα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τῐνάκτρια: ἡ, = τινάκτειρα, δωμάτων τινάκτρια Κ. Μανασσ. Χρον. 3553· χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας Φιλῆς π. Ζῴων 73, 10, σ. 268.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
1. τινάκτειρα
2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῖ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα -τρια (πρβλ. διώκτρια)].