φυλακτός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fylaktos | |Transliteration C=fylaktos | ||
|Beta Code=fulakto/s | |Beta Code=fulakto/s | ||
|Definition= | |Definition=φυλακτή, φυλακτόν, [[capable of being preserved]], ὑγίεια Alex.Aphr.''Febr.''22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[φυλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ [[ὑγεία]]», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίον αξίζει [[κανείς]] να φυλάγει, να προσέχει, [[αξιόλογος]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[φυλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ [[ὑγεία]]», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίον αξίζει [[κανείς]] να φυλάγει, να προσέχει, [[αξιόλογος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
φυλακτή, φυλακτόν, capable of being preserved, ὑγίεια Alex.Aphr.Febr.22.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φυλάσσω
1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.)
2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος.