Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αξιόλογος

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀξιόλογος, -ον)
1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος
2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»].