Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο (ΑΜ ἀξιόλογος, -ον)1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»].