αξιόλογος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀξιόλογος, -ον)
1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος
2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»].