δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
-η, -ο (ΑΜ ἀξιόλογος, -ον)1. άξιος μνείας, αξιοσημείωτος, αξιοπρόσεκτος2. (για πρόσωπα) σπουδαίος, σημαντικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση «άξιος λόγου»].