χιαστός: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chiastos
|Transliteration C=chiastos
|Beta Code=xiasto/s
|Beta Code=xiasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[arranged diagonally]], λίθοι <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>94.45</span>; of a noose (in form χιεστός) Heraclas ap. <span class="bibl">Orib. 48.3</span> tit.; of a bandage, <span class="bibl">Sor.<span class="title">Fasc.</span>7</span> (in form χιεστός), Gal.18(1).819. Adv. <b class="b3">-τῶς</b> of an incision, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>10.1180.47</span> (ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[in the shape of]] a X, σημεῖον <span class="bibl">Eust.599.35</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> esp. in Rhet. (cf. [[χιάζω]]) <b class="b3">, χ. περίοδος</b> Sch.<span class="bibl">Isoc.6.42</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Il.16.564</span>, <span class="bibl">Porph. <span class="title">in Cat.</span> 78.36</span>.</span>
|Definition=χιαστή, χιαστόν,<br><span class="bld">A</span> [[arranged diagonally]], λίθοι Ph.''Bel.''94.45; of a noose (in form χιεστός) Heraclas ap. Orib. 48.3 tit.; of a bandage, Sor.''Fasc.''7 (in form [[χιεστός]]), Gal.18(1).819. Adv. [[χιαστῶς]] of an [[incision]], ''PSI''10.1180.47 (ii A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[in the shape of]] a X, σημεῖον Eust.599.35.<br><span class="bld">II</span> especially in Rhet. (cf. [[χιάζω]]) <b class="b3">, χ. περίοδος</b> Sch.Isoc.6.42, cf. Sch.Il.16.564, Porph. ''in Cat.'' 78.36.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χιαστός Medium diacritics: χιαστός Low diacritics: χιαστός Capitals: ΧΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: chiastós Transliteration B: chiastos Transliteration C: chiastos Beta Code: xiasto/s

English (LSJ)

χιαστή, χιαστόν,
A arranged diagonally, λίθοι Ph.Bel.94.45; of a noose (in form χιεστός) Heraclas ap. Orib. 48.3 tit.; of a bandage, Sor.Fasc.7 (in form χιεστός), Gal.18(1).819. Adv. χιαστῶς of an incision, PSI10.1180.47 (ii A. D.).
2 in the shape of a X, σημεῖον Eust.599.35.
II especially in Rhet. (cf. χιάζω) , χ. περίοδος Sch.Isoc.6.42, cf. Sch.Il.16.564, Porph. in Cat. 78.36.

German (Pape)

[Seite 1355] adj. verb. von χιάζω, mit einem χ bezeichnet, – gekreuzt, kreuzweise zu stellen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῑαστός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ., διατεταγμένος κατὰ τρόπον ὅμοιον πρὸς Χ (ἴδε ἐν λ. χιασμός), Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 120 Ὀξ., Ἰσοκρ. ἔκδ. Κοραῆ τ. 1, σ. 442 ὑποσημ. (1) Κοραῆ, Ἰλ. Π. 564, Εὐστ. 599. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χιαστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεστός Α [[[χιάζω]] (Ι)]
διατεταγμένος σε σχήμα Χ, σταυροειδώς
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το χιαστό
γραμμ. το χιαστό σχήμα
2. φρ. α) «χιαστό σχήμα»
γραμμ. σχήμα λόγου που εμφανίζεται κατά τη σύνδεση δύο απλών ή σύνθετων προτάσεων με όμοια συντακτική και σημασιολογική δομή και προκαλείται από το γεγονός ότι η σειρά τών όρων της δεύτερης πρότασης είναι αντίστροφη από τη σειρά τών όρων της πρώτης πρότασης, όπως λ.χ. «οι δάσκαλοι αγαπούν τους μαθητές και οι μαθητές τους δασκάλους», αλλ. χιασμός
β) «χιαστοί σύνδεσμοι»
ανατ. δύο ενδοαρθρικοί σύνδεσμοι του γόνατος.