χολέδρα: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choledra
|Transliteration C=choledra
|Beta Code=xole/dra
|Beta Code=xole/dra
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[groove]], Eratosth. ap. Eutoc. <span class="title">in Archim.</span>p.94 H. (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[gutter]], [[drain-pipe]], <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>98.9</span>, <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>182.7</span>, <span class="bibl">Horap.1.21</span>; written [[χολέρα]], Hsch.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[groove]], Eratosth. ap. Eutoc. ''in Archim.''p.94 H. (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[gutter]], [[drain-pipe]], Ph.''Bel.''98.9, Apollod.''Poliorc.''182.7, Horap.1.21; written [[χολέρα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />η [[υδρορρόη]] οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῑς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῑοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ερμηνεία]] της λ. ως σύνθετης από τους τ. [[χολή]] και [[ἕδρα]], στην οποία θα οδηγούσε η [[μορφή]] της, όπως και οι διάφορες άλλες συνδέσεις που προτείνονται (λ.χ. με το ρ. <i>χεω</i> ή με το θ. <i>δρᾶ</i>- τών [[διδράσκω]], [[δραπέτης]]), ή η [[θεώρηση]] της ως δάνειας, παραμένουν απλές υποθέσεις που δεν συμβάλλουν στην ετυμολόγησή της].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />η [[υδρορρόη]] οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῖς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῖοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ερμηνεία]] της λ. ως σύνθετης από τους τ. [[χολή]] και [[ἕδρα]], στην οποία θα οδηγούσε η [[μορφή]] της, όπως και οι διάφορες άλλες συνδέσεις που προτείνονται (λ.χ. με το ρ. <i>χεω</i> ή με το θ. <i>δρᾶ</i>- τών [[διδράσκω]], [[δραπέτης]]), ή η [[θεώρηση]] της ως δάνειας, παραμένουν απλές υποθέσεις που δεν συμβάλλουν στην ετυμολόγησή της].
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

English (LSJ)

ἡ,
A groove, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim.p.94 H. (pl.).
2 gutter, drain-pipe, Ph.Bel.98.9, Apollod.Poliorc.182.7, Horap.1.21; written χολέρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1363] ἡ, Sp., = χολέρα 2, zw.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
η υδρορρόη οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῖς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῖοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία της λ. ως σύνθετης από τους τ. χολή και ἕδρα, στην οποία θα οδηγούσε η μορφή της, όπως και οι διάφορες άλλες συνδέσεις που προτείνονται (λ.χ. με το ρ. χεω ή με το θ. δρᾶ- τών διδράσκω, δραπέτης), ή η θεώρηση της ως δάνειας, παραμένουν απλές υποθέσεις που δεν συμβάλλουν στην ετυμολόγησή της].