θεώρηση

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ θεώρησις) θεωρώ
παρατήρηση, επισκόπηση, εποπτεία («επιστημονική θεώρηση τών πραγμάτων»)
νεοελλ.
εξέταση επίσημου εγγράφου, έλεγχος και επιβεβαίωση της γνησιότητας του («θεώρηση διαβατηρίου»)
αρχ.
σκέψη.