χορτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chortofagos
|Transliteration C=chortofagos
|Beta Code=xortofa/gos
|Beta Code=xortofa/gos
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[eating grass]], EM215.57.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[eating grass]], EM215.57.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 20:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορτοφάγος Medium diacritics: χορτοφάγος Low diacritics: χορτοφάγος Capitals: ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: chortophágos Transliteration B: chortophagos Transliteration C: chortofagos Beta Code: xortofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, eating grass, EM215.57.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων χόρτον, Ἐτυμ. Μέγ. 215. 57.

Greek Monolingual

-α, -ο / χορτοφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που τρέφεται με χορταρικά
νεοελλ.
(ειδικά) αυτός που τρέφεται με λαχανικά και φρούτα αποφεύγοντας συστηματικά τη βρώση του κρέατος, ιδίως του κόκκινου, και τών παραγώγων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -φάγος].