ἱππόταυρος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippotavros | |Transliteration C=ippotavros | ||
|Beta Code=i(ppo/tauros | |Beta Code=i(ppo/tauros | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[horse-bull]], Hld.10.29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππόταυρος]], ὁ (Α)<br />αυτός που αποτελείται από ίππο και ταύρο («[[ἱππόταυρος]] [[ξυνωρίς]]» — [[άμαξα]] στην οποία έχουν ζέψει ίππο και ταύρο, Ηλιόδ.). | |mltxt=[[ἱππόταυρος]], ὁ (Α)<br />αυτός που αποτελείται από ίππο και ταύρο («[[ἱππόταυρος]] [[ξυνωρίς]]» — [[άμαξα]] στην οποία έχουν ζέψει ίππο και ταύρο, Ηλιόδ.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Pferdestier]]</i>, Hel. 10.29. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, horse-bull, Hld.10.29.
Greek Monolingual
ἱππόταυρος, ὁ (Α)
αυτός που αποτελείται από ίππο και ταύρο («ἱππόταυρος ξυνωρίς» — άμαξα στην οποία έχουν ζέψει ίππο και ταύρο, Ηλιόδ.).
German (Pape)
ὁ, Pferdestier, Hel. 10.29.