δαιμονιόληπτος: Difference between revisions

m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daimonioliptos
|Transliteration C=daimonioliptos
|Beta Code=daimonio/lhptos
|Beta Code=daimonio/lhptos
|Definition=v. [[δαιμονιόπληκτος]]. [To be deleted (Suppl.)]
|Definition=v. [[δαιμονιόπληκτος]] ([[smite|smitten]] by [[evil]] [[spirit]]s, [[possess]]ed by evil spirits, [[possessed]]). [To be deleted (Suppl.)]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[poseído por los espíritus]] δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1<i>Apol</i>.18.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονιόληπτος''': -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ [[δαιμονόληπτος]], δαιμονοληψία.
|lstext='''δαιμονιόληπτος''': -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ [[δαιμονόληπτος]], δαιμονοληψία.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[poseído por los espíritus]] δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1<i>Apol</i>.18.4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δαιμονιόληπτος]] και [[δαιμονόληπτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει καταληφθεί από [[δαιμόνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]].
|mltxt=[[δαιμονιόληπτος]] και [[δαιμονόληπτος]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει καταληφθεί από [[δαιμόνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιμόνιο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 1 October 2022

English (LSJ)

v. δαιμονιόπληκτος (smitten by evil spirits, possessed by evil spirits, possessed). [To be deleted (Suppl.)]

Spanish (DGE)

-ον
poseído por los espíritus δ. καὶ μαινόμενος Iust.Phil.1Apol.18.4.

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.

Greek Monolingual

δαιμονιόληπτος και δαιμονόληπτος, -ον (AM)
αυτός που έχει καταληφθεί από δαιμόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -ληπτος < λαμβάνω.