μεσήμερον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσήμερον]], τὸ (Α)<br />η [[μεσημβρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μεσήμερος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τριήμερος]]: <i>τριήμερον</i>)].
|mltxt=[[μεσήμερον]], τὸ (Α)<br />η [[μεσημβρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>μεσήμερος</i> ([[πρβλ]]. [[τριήμερος]]: <i>τριήμερον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσήμερον Medium diacritics: μεσήμερον Low diacritics: μεσήμερον Capitals: ΜΕΣΗΜΕΡΟΝ
Transliteration A: mesḗmeron Transliteration B: mesēmeron Transliteration C: mesimeron Beta Code: mesh/meron

English (LSJ)

τό, Adv. acc., at midday Gloss.

Greek Monolingual

μεσήμερον, τὸ (Α)
η μεσημβρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσήμερος (πρβλ. τριήμερος: τριήμερον)].