πετροβολάω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=πετροβολώ, πετροβολάω και πετροβολέω / πετροβολῶ, πετροβολέω, ΝΜΑ πετροβόλο...")
 
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πετροβολώ]], [[πετροβολάω]] και [[πετροβολέω]] / [[πετροβολῶ]], [[πετροβολέω]], ΝΜΑ [[πετροβόλος]]<br />[[σημαδεύω]] κάποιον με πέτρες, [[λιθοβολώ]] («με το [[ποτάμι]] μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[κάθε]] είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]] διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[πετροβολώ]], [[πετροβολάω]] και [[πετροβολέω]] / [[πετροβολῶ]], [[πετροβολέω]], ΝΜΑ [[πετροβόλος]]<br />[[σημαδεύω]] κάποιον με πέτρες, [[λιθοβολώ]] («με το [[ποτάμι]] μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] σε κάποιον [[κάθε]] είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκτοξεύω]] διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{trml
|trtx=Arabic: رَجَمَ‎; Armenian: քարկոծել; Azerbaijani: daşlamaq; Breton: labezañ, meinata; Catalan: apedregar, lapidar; Czech: kamenovat, ukamenovat; Danish: stene; Dutch: stenigen; Esperanto: ŝtonmortigi; Faroese: steina; Finnish: kivittää; French: lapider; Galician: lapidar, apedrar, acoiar, acantazar; German: steinigen; Ancient Greek: λιθοβολέω; Hindi: संगसार करना; Hungarian: megkövez; Interlingua: lapidar; Irish: cloch; Italian: lapidare; Khmer: ចោលដុំថ្ម; Latin: lapidō; Macedonian: каменува; Nahuatl: motla, tehuia; Norman: lapider; Norwegian: steine; Occitan: lapidar; Old English: stǣnan, hǣnan, ġehǣnan; Persian: سنگسار کردن‎; Polish: kamienować, ukamienować; Portuguese: apedrejar, lapidar; Quechua: chanqiyay, ch'aqiy; Slovak: kameňovať, ukameňovať; Spanish: lapidar, apedrear; Swahili: jiwe; Swedish: stena; Welsh: llabyddio
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 10 September 2022

Greek Monolingual

πετροβολώ, πετροβολάω και πετροβολέω / πετροβολῶ, πετροβολέω, ΝΜΑ πετροβόλος
σημαδεύω κάποιον με πέτρες, λιθοβολώ («με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. ρίχνω σε κάποιον κάθε είδους μικρά αντικείμενα («να μάσω μοσχοκάρυδα να τήν πετροβολήσω»)
2. μτφ. εκτοξεύω διάφορες κατηγορίες ή συκοφαντίες εναντίον κάποιου.

Translations

Arabic: رَجَمَ‎; Armenian: քարկոծել; Azerbaijani: daşlamaq; Breton: labezañ, meinata; Catalan: apedregar, lapidar; Czech: kamenovat, ukamenovat; Danish: stene; Dutch: stenigen; Esperanto: ŝtonmortigi; Faroese: steina; Finnish: kivittää; French: lapider; Galician: lapidar, apedrar, acoiar, acantazar; German: steinigen; Ancient Greek: λιθοβολέω; Hindi: संगसार करना; Hungarian: megkövez; Interlingua: lapidar; Irish: cloch; Italian: lapidare; Khmer: ចោលដុំថ្ម; Latin: lapidō; Macedonian: каменува; Nahuatl: motla, tehuia; Norman: lapider; Norwegian: steine; Occitan: lapidar; Old English: stǣnan, hǣnan, ġehǣnan; Persian: سنگسار کردن‎; Polish: kamienować, ukamienować; Portuguese: apedrejar, lapidar; Quechua: chanqiyay, ch'aqiy; Slovak: kameňovať, ukameňovať; Spanish: lapidar, apedrear; Swahili: jiwe; Swedish: stena; Welsh: llabyddio