ἀστροβολησία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astrovolisia
|Transliteration C=astrovolisia
|Beta Code=a)strobolhsi/a
|Beta Code=a)strobolhsi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sun-scorch]], in plants, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.9.4</span> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἀστροβλησία]]).</span>
|Definition=ἡ, [[sun-scorch]], in plants, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.9.4 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἀστροβλησία]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[agostamiento]] Thphr.<i>CP</i> 5.9.4.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστροβολησία''': ἡ, τὸ βληθῆναι ὑπὸ ἀστέρος, ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λατ. sideratio, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 4 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[ἀστροβλησία]]).
|lstext='''ἀστροβολησία''': ἡ, τὸ βληθῆναι ὑπὸ ἀστέρος, ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λατ. sideratio, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 4 (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[ἀστροβλησία]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[agostamiento]] Thphr.<i>CP</i> 5.9.4.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστροβολησία]], η (Α) [[αστροβόλητος]]<br />το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο.
|mltxt=[[ἀστροβολησία]], η (Α) [[αστροβόλητος]]<br />το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστροβολησία Medium diacritics: ἀστροβολησία Low diacritics: αστροβολησία Capitals: ΑΣΤΡΟΒΟΛΗΣΙΑ
Transliteration A: astrobolēsía Transliteration B: astrobolēsia Transliteration C: astrovolisia Beta Code: a)strobolhsi/a

English (LSJ)

ἡ, sun-scorch, in plants, Thphr. CP 5.9.4 (nisi leg. ἀστροβλησία).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ agostamiento Thphr.CP 5.9.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστροβολησία: ἡ, τὸ βληθῆναι ὑπὸ ἀστέρος, ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λατ. sideratio, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 4 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἀστροβλησία).

Greek Monolingual

ἀστροβολησία, η (Α) αστροβόλητος
το να μαραίνονται τα φυτά από τον πολύ καυτό ήλιο.