καρκινώ: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καρκινῶ, -όω (Α)<br />[[καρκίνος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — [[κάμπτω]] ή [[κυρτώνω]] τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καρκινῶμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι<br />β) (για το [[σιτάρι]]) [[αποκτώ]] ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῦται<br />[[ὅταν]] ριζοῦται ὁ σῑτος καὶ σκληρύνεται», <b>Ησύχ.</b>) γ) [[πάσχω]] από καρκίνο<br />δ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο.
|mltxt=καρκινῶ, -όω (Α)<br />[[καρκίνος]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — [[κάμπτω]] ή [[κυρτώνω]] τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καρκινῶμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι<br />β) (για το [[σιτάρι]]) [[αποκτώ]] ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῦται<br />[[ὅταν]] ριζοῦται ὁ σῖτος καὶ σκληρύνεται», <b>Ησύχ.</b>) γ) [[πάσχω]] από καρκίνο<br />δ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο.
}}
}}

Latest revision as of 14:47, 6 February 2024

Greek Monolingual

καρκινῶ, -όω (Α)
καρκίνος
1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» — κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.)
2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.)
3. παθ. καρκινῶμαι, -όομαι
4) (για ρίζες) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι
β) (για το σιτάρι) αποκτώ ρίζες και σκληρύνομαι («καρκινοῦται
ὅταν ριζοῦται ὁ σῖτος καὶ σκληρύνεται», Ησύχ.) γ) πάσχω από καρκίνο
δ) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι, εξαλλάσσομαι σε καρκίνο.