υμέτερος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρα, -ο / [[ὑμέτερος]], -έρα, -ον, ΝΜΑ<br />(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο [[δικός]] σας (α. «όλως [[υμέτερος]]» β. «ταῖς ὑμετέραις πόλεσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. [[αντί]] του <i>σός</i>) [[δικός]] σου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑμέτερον</i><br />όσον αφορά το δικό σας [[μέρος]], εσείς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑμέτερα</i><br />πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑμε</i>- του [[ὑμεῖς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἡμέ</i>-<i>τερος</i>)].
|mltxt=-έρα, -ο / [[ὑμέτερος]], -έρα, -ον, ΝΜΑ<br />(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο [[δικός]] σας (α. «όλως [[υμέτερος]]» β. «ταῖς ὑμετέραις πόλεσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπαν. [[αντί]] του <i>σός</i>) [[δικός]] σου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑμέτερον</i><br />όσον αφορά το δικό σας [[μέρος]], εσείς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑμέτερα</i><br />πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑμε</i>- του [[ὑμεῖς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[ἡμέτερος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

-έρα, -ο / ὑμέτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ
(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)
1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῖς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.)
2. (σπαν. αντί του σός) δικός σου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑμέτερον
όσον αφορά το δικό σας μέρος, εσείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑμέτερα
πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμε- του ὑμεῖς + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέτερος)].