νευροσιδηρούς: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῡς, -ᾱ" to "οῦς, -ᾶ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νευροσιδηροῡς, -, -οῦν(Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
|mltxt=νευροσιδηροῦς, -, -οῦν (Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 27 March 2021

Greek Monolingual

νευροσιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.