νευροσιδηρούς

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

νευροσιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.