νευροσιδηρούς: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
m (Text replacement - "οῦν(" to "οῦν (")
m (Text replacement - "οῡς, -ᾱ" to "οῦς, -ᾶ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=νευροσιδηροῡς, -, -οῦν (Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
|mltxt=νευροσιδηροῦς, -, -οῦν (Α)<br />αυτός που έχει πολύ [[γερά]] [[νεύρα]], [[σιδερένιος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σιδηροῦς]].
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 27 March 2021

Greek Monolingual

νευροσιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.