εφηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐφηγοῦμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[οδηγώ]] σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (ειδ. ως αττ. [[δικανικός]] όρος) [[οδηγώ]] τον δικαστικό άρχοντα στο [[μέρος]] όπου κρύβεται [[κακούργος]] τον οποίο εγώ δεν [[τολμώ]] να συλλάβω («τοῖς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῦμαι</i>].
|mltxt=ἐφηγοῦμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[οδηγώ]] σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (ειδ. ως αττ. [[δικανικός]] όρος) [[οδηγώ]] τον δικαστικό άρχοντα στο [[μέρος]] όπου κρύβεται [[κακούργος]] τον οποίο εγώ δεν [[τολμώ]] να συλλάβω («τοῖς ἄρχουσιν ἐφηγοῦ», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῦμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:09, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἐφηγοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο
2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῖς ἄρχουσιν ἐφηγοῦ», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡγοῦμαι].