ευκέαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκέαστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κεαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κέαστος</i>].
|mltxt=[[εὐκέαστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που σχίζεται ή [[σπάζει]] εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κεαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεάζω]] «[[σχίζω]]»), [[πρβλ]]. [[ακέαστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 8 May 2023

Greek Monolingual

εὐκέαστος, -ον (Μ)
αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. ακέαστος].