ευκέαστος

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

εὐκέαστος, -ον (Μ)
αυτός που σχίζεται ή σπάζει εύκολα, ο ευκολόσχιστος («εὐκέαστα ξύλα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κεαστος (< κεάζω «σχίζω»), πρβλ. ακέαστος].