Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηλεκτροκίνητος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο [[λεωφορείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλεκτρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κινητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. <i>ατμο</i>-<i>κίνητος</i>, <i>χειρο</i>-<i>κίνητος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο [[λεωφορείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλεκτρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κινητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. [[ατμοκίνητος]], [[χειροκίνητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμοκίνητος, χειροκίνητος].