ατμοκίνητος

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται με ατμό ή ατμομηχανή («ατμοκίνητη μηχανή», «ατμοκίνητο εργοστάσιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + κινητός < κινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].