Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεωφορείο

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

το
1. μεγάλο αυτοκίνητο που χρησιμοποιείται ως μέσο μαζικής μεταφοράς στις αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες
2. (στο παρελθόν) ταξιδιωτική ιππήλατη ή αυτοκίνητη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. omnibus < λατ. omnibus «για όλους», δοτ. πληθ. του επιθ. omnis «όλος». Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Χρυσαλλίς].