ηφαιστειογενής: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από [[έκρηξη]] ηφαιστείου («[[ηφαιστειογενής]] [[νήσος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή [[ενέργεια]] («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηφαίστειο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>σεισμο</i>-<i>γενής</i>). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από [[έκρηξη]] ηφαιστείου («[[ηφαιστειογενής]] [[νήσος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή [[ενέργεια]] («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηφαίστειο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] ([[πρβλ]]. [[ευγενής]], [[σεισμογενής]]). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που έχει προέλθει ή σχηματιστεί από έκρηξη ηφαιστείου («ηφαιστειογενής νήσος»)
2. αυτός που προέρχεται από ηφαιστειακή ενέργεια («ηφαιστειογενείς σεισμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + -γενής < γένος (πρβλ. ευγενής, σεισμογενής). Η λ. μαρτυρείται στο 1867 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].