ισώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. <i>ετερ</i>-<i>ώνυμος</i>, <i>ομ</i>-<i>ώνυμος</i>].
|mltxt=[[ἰσώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, [[φερώνυμος]], [[ομώνυμος]] («καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος», <b>Πίνδ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]] αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ετερώνυμος]], [[ομώνυμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- -ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερώνυμος, ομώνυμος].